- οψιγενής
- ης, ες1) поздний, запоздалый;
οψιγενές ενδιαφέρον — запоздалый интерес;
2) родившийся после смерти отца (о детях)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οψιγενές ενδιαφέρον — запоздалый интерес;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὀψιγενής — late born masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οψιγενής — ές (Α ὀψιγενής, ές) αυτός που γεννιέται όψιμα, καθυστερημένα νεοελλ. 1. αυτός που γεννήθηκε μετά τον θάνατο τού πατέρα του 2. αυτός που εκδηλώνεται παράκαιρα («οψιγενές ενδιαφέρον») 3. φρ. «οψιγενείς κληρονόμοι» κληρονόμοι που αναγνωρίζονται ως… … Dictionary of Greek
ὀψιγενῆ — ὀψιγενής late born neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀψιγενής late born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀψιγενής late born masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψιγενεῖς — ὀψιγενής late born masc/fem acc pl ὀψιγενής late born masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψιγενές — ὀψιγενής late born masc/fem voc sg ὀψιγενής late born neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψιγενέστεροι — ὀψιγενής late born masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψιγενέστερος — ὀψιγενής late born masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψιγενῶν — ὀψιγενής late born masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ώρος — Θεός των Aιγυπτίων με μορφή γερακιού, που λατρευόταν ποικιλοτρόπως σε διάφορες περιοχές της Αιγύπτου. Αρχικά ήταν μία ουράνια θεότητα, που είχε για μάτια τον Ήλιο και τη Σελήνη και οι πτέρυγές της άγγιζαν τα σύνορα της Γης. Η λατρεία του, η οποία … Dictionary of Greek
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
διγόνι — το (για πρόβατα) αυτός που γεννήθηκε καθυστερημένα, οψιγενής, ψιμάκι, ψιμάρι … Dictionary of Greek